- ὑγιηρός
- ῠγῐηρός1 healing
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑγιηρός — Aër. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγιηρός — ά, όν, Α 1. ωφέλιμος στην υγεία, υγιεινός 2. (για πρόσ.) υγιής. επίρρ... ὑγιηρῶς Α με υγεία, υγιώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, αναλογικά προς το νοσ ηρός] … Dictionary of Greek
ὑγιηρά — ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc pl ὑγιηρά̱ , ὑγιηρός Aër. fem nom/voc/acc dual ὑγιηρά̱ , ὑγιηρός Aër. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρότερον — ὑγιηρός Aër. adverbial comp ὑγιηρός Aër. masc acc comp sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρῶν — ὑγιηρός Aër. fem gen pl ὑγιηρός Aër. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρόν — ὑγιηρός Aër. masc acc sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρότατον — ὑγιηρός Aër. masc acc superl sg ὑγιηρός Aër. neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηροτάτους — ὑγιηρός Aër. masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηροί — ὑγιηρός Aër. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηροῦ — ὑγιηρός Aër. masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιηρῆς — ὑγιηρός Aër. fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)